Ἄθωο

Ἄθωο
Ἄθως
mount Athos
masc gen sg (epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Παναγία — Οικισμός (υψόμ. 360 μ.) της πρώην επαρχίας Kέας, του νομού Kυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σερίφου. * * * και Παναγιά, η (ΑΜ Παναγία) η πιο συνηθισμένη προσωνυμία τής Θεοτόκου, η κατά πάντα αγία και πάναγνη νεοελλ. 1. μτφ. το άκρο άωτο… …   Dictionary of Greek

  • άγραφος — η, ο (Α ἄγραφος, ον) [γράφω] 1. αυτός που δεν γράφηκε, που δεν διατυπώθηκε ή δεν δηλώθηκε εγγράφως, άγραπτος, άγραφτος 2. αυτός που δεν καταγράφηκε σε κατάλογο ή σε πίνακα, ακατάγραφος, ακαταχώριστος, αδήλωτος 3. αυτός πάνω στον οποίο δεν έχει… …   Dictionary of Greek

  • αθωώνω — (Α ἀθῳώ, όω) απαλλάσσω κάποιον από κατηγορία, τόν κηρύσσω αθώο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αθωώνω, μεταπλασμένος ενεστ. τ. τού ἀθῳόω < ἀθῷος. ΠΑΡ. ἀθῷωσις νεοελλ. αθωωτής] …   Dictionary of Greek

  • λευκός — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 160 μ., 28 κάτ.) της Καρπάθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καρπάθου του νομού Δωδεκανήσου. * * * ή, ό (AM λευκός, ή, όν) 1. αυτός που έχει το χρώμα τού χιονιού ή τού γάλακτος, άσπρος (α. «ήλθε ντυμένη με λευκά ρούχα»… …   Dictionary of Greek

  • περιστερά — I (Αστρον.). Μικρός αστερισμός του Ν. ημισφαίριου. Αποτελείται βασικά από σκοτεινά αστέρια. II Ορεινός οικισμός (υψόμ. 570 μ.), στην πρώην επαρχία Λαγκαδά του νομού Θεσσαλονίκης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (28 τ. χλμ.). * * * η, ΝΜΑ… …   Dictionary of Greek

  • χαϊβανάκι — το, Ν υποκορ. (ιδίως θωπευτ.) μικρό μωρό, αθώο πλάσμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαϊβάνι + υποκορ. κατάλ. άκι*] …   Dictionary of Greek

  • ψεματάκι — το, Ν [ψέμα, ατος] υποκορ. μικρό και ασήμαντο, αθώο ψέμα …   Dictionary of Greek

  • αντιβιοτικά — Οργανικέςουσίες που παράγονται από μικροοργανισμούς (μύκητες, ακτινομύκητες, σχιζομύκητες) ικανές να εμποδίζουν την ανάπτυξη των διαφόρων μικροβίων ή ακόμα και να τα σκοτώνουν. Τα α. είναι τυπικά προϊόντα δευτερογενών και μικρών μονοπατιών… …   Dictionary of Greek

  • Δελμούζος, Αλέξανδρος — (Άμφισσα 1880 – Αθήνα 1956). Εκπαιδευτικός. Υπήρξε υπέρμαχος της εκπαιδευτικής μεταρρύθμισης και του δημοτικισμού. Σπούδασε στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και μετά στη Γερμανία. Οι παιδαγωγικές του αντιλήψεις, βάσει των οποίων… …   Dictionary of Greek

  • Λανγκ, Φριτς — (Fritz Lang, Βιέννη 1890 – Λος Άντζελες 1976). Αυστριακός σκηνοθέτης και σεναριογράφος του κινηματογράφου. Σπούδασε αρχιτεκτονική και ασχολήθηκε με τη ζωγραφική και με το σχέδιο. Πολέμησε στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο, τραυματίστηκε και κατά την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”